Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλουτοκράτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουτοκράτης ο [plutokrátis] Ο10 : 1. αυτός που αποκτάει, που έχει δύναμη ή εξουσία, εξαιτίας του πλούτου του· (πρβ. κεφαλαιοκράτης). 2. αυτός που ανήκει στην τάξη των πλουσίων.

[λόγ. < αγγλ. plutocrat < pluto (cracy) = πλουτο(κρατία) -crat = -κράτης κατά το aristocrat = αριστοκράτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go