Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλουσιοπάροχος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουσιοπάροχος -η -ο [plusiopároxos] Ε5 : που προσφέρεται ή που προσφέρει κτ. γενναιόδωρα, πλούσια, άφθονα: Πλουσιοπάροχη αμοιβή. Πλουσιοπάροχο γεύμα / τραπέζι. πλουσιοπάροχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. πλουσιοπάροχος < πλούσι(ος) -ο- + παροχ(ή) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go