Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλουμίδι το [plumíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) διακοσμητικό σχέδιο, συνήθ. κεντητό ή ζωγραφιστό, στολίδι· κεντίδι, ξόμπλι: Φορεσιά / τραπεζομάντιλο / γιλέκο με πλουμίδια. H λαβή του ξίφους / του μαχαιριού ήταν διακοσμημένη με πολλά πλουμίδια.
[πλουμ(ί) -ίδι]



