Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλιγούρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλιγούρι το [pliγúri] & μπλιγούρι το [bliγúri] Ο44 : 1. χοντροαλεσμένο σιτάρι. 2. το φαγητό που γίνεται από βρασμένο πλιγούρι: Στην Kατοχή τρώγαμε ~ και μπομπότα.

[ίσως < *πνιγούρι < πνίγ(ω) -ούρι (επειδή πριν αλεστεί βράζεται)· αντδ. < τουρκ. bulgur < πλιγούρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες