Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πληκτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληκτικός -ή -ό [pliktikós] & πληχτικός -ή -ό [plixtikós] Ε1 : που προκαλεί πλήξη, ανία, βαρετός: Πληκτική παρέα / ταινία / συζήτηση / βραδιά. Πληκτικό σπίτι, στενόχωρο. Πληκτικό βιβλίο / πάρτι. πληκτικά & πληχτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πληκτικός `που συνηθίζει να χτυπάει΄ (ελνστ. σημ.: `εντυπωσιακός΄) σημδ. του λαϊκού βαρετός (σύγκρ. πλήξη, πλήττω)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go