Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλεονεκτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονεκτικός -ή -ό [pleonektikós] Ε1 : που πλεονεκτεί, που παρουσιάζει πλεονεκτήματα σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο. ANT μειονεκτικός: Bρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση. πλεονεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πλεονεκτικός `πλεονέκτης΄ σημδ. γαλλ. avantageux]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go