Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλεονασματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονασματικός -ή -ό [pleonazmatikós] Ε1 : που αναφέρεται σε πλεόνασμα, που παρουσιάζει πλεόνασμα. ANT ελλειμματικός: Ο προϋπολογισμός του προηγούμενου έτους υπήρξε ~.

[λόγ. πλεονασματ- (πλεόνασμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go