Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλεονασματικός -ή -ό [pleonazmatikós] Ε1 : που αναφέρεται σε πλεόνασμα, που παρουσιάζει πλεόνασμα. ANT ελλειμματικός: Ο προϋπολογισμός του προηγούμενου έτους υπήρξε ~.
[λόγ. πλεονασματ- (πλεόνασμα) -ικός]



