Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλεονάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονάζω [pleonázo] Ρ2.1α : είμαι παραπανίσιος, περιττός, περισσεύω (σε σχέση με το κανονικό, το απαραίτητο κτλ.): Kάθε παραπέρα συζήτηση πλεονάζει.

[λόγ. < αρχ. πλεονάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονάζων -ουσα -ον [pleonázon] Ε12 : που πλεονάζει, που περισσεύει: Tο πλεονάζον προϊόν εξάγεται. Tο πλεονάζον εργατικό δυναμικό της χώρας μεταναστεύει.

[λόγ. < ελνστ. πλεονάζων μεε. του αρχ. πλεονάζω & σημδ. αγγλ. surplus]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go