Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλεξίδα η [pleksíδa] & πλεξούδα η [pleksúδa] Ο26 : 1. είδος χτενίσματος για μακριά μαλλιά, όπου τρεις τούφες πλέκονται και συγκρατιούνται στην άκρη με κορδέλα, κοκαλάκι κτλ.· κοτσίδα: Έκανε τα μαλλιά της πλεξίδες. 2. αρμαθιά κυρίως πλεγμένων σκόρδων. 3. (γενικότ.) καθετί που μοιάζει με πλεξίδα στο σχήμα.
πλεξιδάκι το YΠΟKΟΡ. πλεξιδίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. πλεξίδα < πλεξίδ(ι) μεγεθ. -α < ελνστ. πλεξίδιον υποκορ. του αρχ. πλέξις· μσν. πλεξούδα < πλεξούδ(ι) μεγεθ. -α < πλέξ(ις) -ούδι· πλεξίδ(α) -ίτσα]



