Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλεμόνι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεμόνι το [plemóni] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο πνεύμονας, ιδίως σφαγίου.

[μσν. πλεμόνι < *πλευμόνιον υποκορ. του αρχ. πλεύμων με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go