Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλεκτήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεκτήριο το [plektírio] Ο42 : εργαστήριο ή εργοστάσιο (βιοτεχνία, βιομηχανία) που κατασκευάζει πλεκτά είδη. || ο χώρος, όπου είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές.

[λόγ. πλέκ(ω) -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go