Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλειοψηφών -ούσα -ούν [pliopsifón] Ε12β : (λόγ.) που έχει, που διαθέτει την πλειοψηφία. ANT μειοψηφών: Ο ~ συνδυασμός / σύμβουλος. H πλειοψηφούσα παράταξη / άποψη.
[λόγ. μεε. του πλειοψηφώ]



