Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλατινένιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατινένιος -α -ο [platinénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από πλατίνα: Πλατινένιο βραχιόλι / ρολόι / δαχτυλίδι. ~ δίσκος*. 2. (για μαλλιά) που το χρώμα τους είναι ανοιχτό ξανθό προς το ασημί: Πλατινένια μαλλιά.

[πλατίν(α) -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go