Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλατίνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατίνα η [platína] Ο25 : α. (χωρίς πληθ.) το μέταλλο λευκόχρυσος: Kόσμημα / βραχιόλι από ~. β. (μηχ., πληθ.) ζεύγος ηλεκτρικών επαφών σε κινητήρες αυτοκινήτων, δικύκλων κτλ.: Οι πλατίνες θέλουν τρίψιμο / αλλαγή.

[α: ιταλ. platina < παλ. ισπαν. platina· β: σημδ. γαλλ. vis `βίδες΄ platinées, επειδή παλιότερα ήταν επιπλατινωμένες]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go