Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλασματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλασματικός -ή -ό [plazmatikós] Ε1 : που δεν είναι πραγματικός ή αληθινός, που είναι φανταστικός, εικονικός: H συνείδηση έχει τη συναίσθηση ότι το αντικείμενο που βλέπει είναι πραγματικό και όχι πλασματικό. ~ χρόνος υπηρεσίας, εικονικός. Πλασματικές υπερωρίες, εικονικές. πλασματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. πλασματικός & σημδ. γαλλ. fictif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go