Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλανερός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλανερός -ή -ό [planerós] Ε1 : (λογοτ.) που πλανεύει, εξαπατά, ξελογιάζει: Tην ξεγέλασε με πλανερά λόγια. πλανερά ΕΠIΡΡ.

[πλάν(η) -ερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go