Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλανίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλανίζω [planízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. ομαλό, λείο με την πλάνη: Πλανισμένο ξύλο / μέταλλο.

[πλάν(η) 2 -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go