Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλακάζ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλακάζ το [plakáz] Ο (άκλ.) : πλέγμα, σχάρα από ξύλινους πήχεις, που καλύπτεται συνήθ. από φύλλα κοντραπλακέ και που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.

[λόγ. < γαλλ. placage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go