Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακάζ το [plakáz] Ο (άκλ.) : πλέγμα, σχάρα από ξύλινους πήχεις, που καλύπτεται συνήθ. από φύλλα κοντραπλακέ και που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.
[λόγ. < γαλλ. placage]



