Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλαζ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαζ η [pláz] Ο (άκλ.) : εκτεταμένη αμμώδης παραλία, συνήθ. με κάποιες εγκαταστάσεις, που χρησιμοποιείται για θαλασσινά μπάνια και για αναψυχή: H ~ ήταν γεμάτη κόσμο και πολύχρωμες ομπρέλες.

[αντδ. < γαλλ. plage < μσνλατ. plagia `επικλινές έδαφος΄ < θηλ. του αρχ. επιθ. πλάγιος (σύγκρ. πλαγιά)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go