Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλάτυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλάτυνση η [plátinsi] Ο33 : το πλάτεμα.

[λόγ. < αρχ. πλατύν(ω δες στο πλαταίνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go