Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάτεμα το [plátema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλαταίνω, επέκταση, διεύρυνση: Tο ~ του δρόμου. || (μτφ.): Tο ~ της δημοκρατίας, η διεύρυνση.
[πλαταί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]



