Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλάτανος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλάτανος ο [plátanos] Ο20 & πλατάνι το [platáni] Ο44 : ψηλό και μακρό βιο δέντρο, που φυτρώνει σε υγρά κυρίως μέρη: Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένας τεράστιος ~. Στις όχθες του ποταμού φυτρώνουν πλατάνια. Ο ~ κάνει πλούσια και δροσερή σκιά. ΦΡ χαιρέτα μας τον πλάτανο, για κτ. που έγινε και δε διορθώνεται, για σίγουρη αποτυχία, για οριστικό (άσχημο) τέλος.

[αρχ. ἡ πλάτανος μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος· *πλατάνιον υποκορ. του αρχ. πλάτανος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go