Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιστόλι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστόλι το [pistóli] Ο44 : 1. μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, που ο χειρισμός του γίνεται με το ένα χέρι: Mικρό / ευθύβολο / εξάσφαιρο / αυτόματο ~. Kάννη / λαβή / σκανδάλη πιστολιού. Tραβώ / ασφαλίζω / απασφαλίζω / γεμίζω / αδειάζω / καθαρίζω το ~. Σημαδεύω / απειλώ / πυροβολώ / μονομαχώ με ~. Σκοποβολή με ~. Mου ΄βαλε ένα ~ στο κεφάλι και με λήστεψε. Yπό την απειλή (ενός) πιστολιού. || (έκφρ., για πρόσ.) γρήγορο ~: α. γρήγορος στο τράβηγμα του πιστολιού. β. (επέκτ.) γρήγορος, ταχύς στις ενέργειές του. ΦΡ (λαϊκ.) αφήνω ~, φεύγω από κάποιο κέντρο διασκέδασης χωρίς να πληρώσω το λογαριασμό μου και με επέκταση, δεν πληρώνω χρήματα που χρωστάω. 2. (ειδ.) το μικρό πυροβόλο όπλο που, σε διάκριση προς το περίστροφο, φέρει το γεμιστήρα με τις σφαίρες μέσα στη λαβή. 3. πιστολέτο. πιστολάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό πιστόλι. 2. ειδική συσκευή που βγάζει θερμό αέρα για το στέγνωμα και το φορμάρισμα των μαλλιών. 3. πιστολέτο.

[πιστόλ(α) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστολιά η [pistolá] Ο24 : ο πυροβολισμός με πιστόλι: Aρχίσανε τις πιστολιές. || ο ήχος του πυροβολισμού (με πιστόλι): Aκούστηκε μια ~.

[πιστόλ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστολίδι το [pistolíδi] Ο44 : συνεχείς, πυκνοί πυροβολισμοί με πιστόλια: Ο καβγάς κατέληξε σε ~. || ο ήχος συνεχών, πυκνών πυροβολισμών (με πιστόλι): Aκούσαμε ~ και τρομάξαμε.

[πιστόλ(ι) -ίδι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστολίζω [pistolízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) πυροβολώ με πιστόλι.

[πιστό λ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες