Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιράνχα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιράνχας το [piráŋxas] & πιράνχα το [piráŋxa] Ο (άκλ.) : είδος σαρκοφάγου ψαριού των ποταμών της Nότιας Aμερικής.

[λόγ. < αγγλ. piranha και πληθ. piranhas < πορτογαλ. piranha (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go