Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιλοτήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιλοτήριο το [pilotírio] Ο40 : ο χώρος του αεροσκάφους στον οποίο βρίσκονται τα όργανα οδηγήσεως· η καμπίνα του πιλότου.

[λόγ. πιλό(τος) -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go