Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πικρόχολος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικρόχολος -η -ο [pikróxolos] Ε5 : που είναι γεμάτος κακία, οξύς, δηκτικός, φαρμακερός: Έκανε ένα πικρόχολο σχόλιο. πικρόχολα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πικρόχολος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go