Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πικέτα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικέτα η [pikéta] Ο25 : επιφάνεια, συνήθ. από χαρτόνι, πάνω στην οποία είναι γραμμένα αιτήματα ή συνθήματα (πολιτικά, κοινωνικά) και την οποία περιφέρουν διαδηλωτές σε πορείες.

[ιταλ. picchetto < γαλλ. piquet, τροπή σε θηλ. ίσως με βάση τον πληθ. (τα) πικέτα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go