Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιθάρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιθάρι το [piθári] Ο44 : μεγάλων διαστάσεων (συνήθ. πήλινο) αγγείο, με πλατύ στόμιο, χωρίς (ή με μικρές) λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση και τη διατήρηση υγρών ή ξηρών προϊόντων (λαδιού, κρασιού, καρπών κτλ.): Ένα ~ λάδι / κρασί / ελιές. || Tο ~ του Διογένη, πιθάρι που κατά την παράδοση το χρησιμοποιούσε ως κατοικία του. πιθαράκι το YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. ή μσν. πιθάριον υποκορ. του αρχ. πίθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go