Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιανόλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιανόλα η [pxanóla] Ο25 : είδος μηχανικού πιάνου (που τα πλήκτρα του μπαίνουν σε κίνηση με αυτόματο μηχανισμό).

[αγγλ. Ρianola σήμα κατατ. < ιταλ. piano (δες πιάνο, το)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go