Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πηδηχτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πηδηχτός -ή -ό [piδixtós] Ε1 : που γίνεται, που εκτελείται με πηδήματα: ~ χορός. Πηδηχτό βήμα. Ήρθε χαρούμενος και ~, πηδώντας. πηδηχτά ΕΠIΡΡ.

[πηδηκ- (πηδάω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go