Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πηδητικός -ή -ό [piδitikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να πηδάει: Πηδητικά έντομα. || (κυρ. ως ουσ.) τα πηδητικά, κατηγορία εντόμων και θηλαστικών, που μπορούν να κάνουν μεγάλα πηδήματα (ακρίδες, καγκου ρό κτλ.).
[λόγ. < αρχ. πηδητικός `ικανός στο πήδημα΄]



