Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρόλ [petról] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του κυμαίνεται ανάμεσα στο μπλε και στο πράσινο: ~ ύφασμα. || (ως ουσ.) το πετρόλ, το πετρόλ χρώμα.
[λόγ. < γαλλ. bleu pétrole]



