Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετριά η [petriá] Ο24 : 1. χτύπημα από το ρίξιμο πέτρας εναντίον κάποιου. ΦΡ ρίχνω πετριές, ρίχνω σπόντες. 2. (μτφ., οικ.) για κτ. προς το οποίο έχει κάποιος μονίμως στραμμένη την προσοχή του, γύρω από το οποίο περιστρέφεται κάθε σκέψη ή δραστηριότητά του, η έμμονη ιδέα που τον διακατέχει: Έχει την ~ του σινεμά, τη μανία, το ψώνιο.

[πέτρ(α) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go