Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαϊκός -ή -ό [petrelaikós] Ε1 : που είναι σχετικός με το πετρέλαιο: Πετρελαϊκή βιομηχανία. H πετρελαϊκή πολιτική ενός κράτους. Πετρελαϊκή κρίση.
[λόγ. πετρέλα(ιον) -ικός]



