Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετρελαιοπηγή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρελαιοπηγή η [petreleopijí] Ο29 : η γεώτρηση και η αντίστοιχη ειδική εγκατάσταση για την άντληση πετρελαίου: Οι πετρελαιοπηγές του Tέξας.

[λόγ. πετρελαιο- + πηγή μτφρδ. αγγλ. oil well]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go