Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετρελαιοκίνητος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρελαιοκίνητος -η -ο [petreleokínitos] Ε5 : για μηχανή που λειτουργεί με πετρέλαιο ή για όχημα που χρησιμοποιεί για καύσιμο πετρέλαιο: Πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητο / σκάφος. Πετρελαιοκίνητη αμαξοστοιχία.

[λόγ. πετρελαιο- + -κίνητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go