Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρελαιοειδή τα [petreleoiδí] Ο (βλ. Ε10) : τα προϊόντα που προκύπτουν από την κατεργασία του αργού πετρελαίου.
[λόγ. πετρελαιο- + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής]



