Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετρελαιοειδή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρελαιοειδή τα [petreleoiδí] Ο (βλ. Ε10) : τα προϊόντα που προκύπτουν από την κατεργασία του αργού πετρελαίου.

[λόγ. πετρελαιο- + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go