Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετραχήλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετραχήλι το [petraxíli] Ο44 : ιερό άμφιο στενό και μακρύ, το οποίο φορεί ο πρεσβύτερος γύρω από τον τράχηλο όταν ιερουργεί. ΦΡ τάζω* σε κπ. λαγούς με πετραχήλια.

[μσν. πετραχήλι < ελνστ. περιτραχήλιον με απλολ. [ritra > tra] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go