Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεταλιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεταλιά η [petalá] Ο24 : κυκλική κίνηση του ποδιού με την οποία ο ποδηλάτης γυρίζει το πεντάλ: Aνέβαινε τον ανήφορο κουρασμένος, με αργές πεταλιές.

[πετάλ(ι) 1 -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go