Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιφερειάρχης ο [periferiárxis] Ο10 θηλ. περιφερειάρχης [periferiárxis] : ανώτατος διοικητικός λειτουργός, διοικητής μίας από τις δεκατρείς περιφέρειες στις οποίες έχει διαιρεθεί η ελληνική επικράτεια.
[λόγ. περιφέρει(α) + -άρχης κατά το νομάρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



