Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περισπούδαστος -η -ο [perispúδastos] Ε5 : που έχει γίνει με πολλή σπουδή, με πολλή και σοβαρή μελέτη: Περισπούδαστο έργο. || (συνήθ. ειρ.) σπουδαιοφανής: Πήρε ένα περισπούδαστο ύφος.
[λόγ. < αρχ. περισπούδαστος]



