Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιπλάνηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιπλάνηση η [periplánisi] Ο33 : 1. το να περιπλανιέται κάποιος, να περιφέρεται εδώ κι εκεί άσκοπα, χωρίς λόγο. 2. (μτφ.) σε νοητό χώρο: H περιπλάνησή του στους ανεξερεύνητους χώρους της νεότερης ποίησης.

[λόγ. < ελνστ. περιπλάνη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go