Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιπατητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιπατητής ο [peripatitís] Ο7 : αυτός που περπατά για αναψυχή, που κάνει περίπατο: Mε τα πρώτα κρύα άρχισαν να αραιώνουν και οι περιπατητές.

[λόγ. < ελνστ. περιπατητής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go