Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιούσιος -α -ο [periúsios] Ε6 : ~ λαός, ο εκλεκτός, ο αγαπητός λαός του Θεού, συνήθ. για τους Εβραίους στην Παλαιά Διαθήκη.
[λόγ. < ελνστ. περιούσιος]



