Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιούσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιούσιος -α -ο [periúsios] Ε6 : ~ λαός, ο εκλεκτός, ο αγαπητός λαός του Θεού, συνήθ. για τους Εβραίους στην Παλαιά Διαθήκη.

[λόγ. < ελνστ. περιούσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες