Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιοδεύων -ουσα -ον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιοδεύων -ουσα -ον [perioδévon] Ε12 : (λόγ.) που περιοδεύει: ~ θίασος. Περιοδεύοντες αντιπρόσωποι / πωλητές. || (ως ουσ., στρατ.) το περιοδεύον, συμβούλιο επιλογής οπλιτών.

[λόγ. μεε. του περιοδεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go