Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιλάλητος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιλάλητος -η -ο [perilálitos] Ε5 : περίφημος, ονομαστός, ξακουστός, περιώνυμος, περιβόητος.

[λόγ. < μσν. περιλάλητος < ελνστ. περιλαλη- (περιλαλῶ) `περιγράφω εκτενώς΄, αρχ. σημ.: `κουτσομπολεύω΄ -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go