Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιλάλητος -η -ο [perilálitos] Ε5 : περίφημος, ονομαστός, ξακουστός, περιώνυμος, περιβόητος.
[λόγ. < μσν. περιλάλητος < ελνστ. περιλαλη- (περιλαλῶ) `περιγράφω εκτενώς΄, αρχ. σημ.: `κουτσομπολεύω΄ -τος]