Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιδεής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιδεής -ής -ές [periδeís] Ε10 : (λόγ.) πολύ φοβισμένος, έντρομος. περιδεώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. περιδεής, περιδεῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go