Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιδέραιο το [periδéreo] Ο41 : κόσμημα που φοριέται γύρω από το λαιμό· κολιέ: ~ από μαργαριτάρια. Πολύτιμο ~. Xρυσό ~. ~ από κοχύλια περασμένα σε κλωστή.
[λόγ. < αρχ. περιδέραιον]



