Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιβαλλοντολόγος ο [perivalondolóγos] θηλ. περιβαλλοντολόγος [peri valondolóγos] Ο35 : ο ειδικός στην περιβαλλοντολογία.
[λόγ. περιβαλλοντ- (περιβάλλον) -ο- + -λόγος μτφρδ. αγγλ. environmentalist· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



