Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περίπολο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίπολο το [perípolo] Ο41 : (προφ.) περίπολος.

[< περίπολος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίπολος η [perípolos] Ο36 : το μικρό (στρατιωτικό ή αστυνομικό) απόσπασμα που περιπολεί: Στρατιωτική / αστυνομική ~. || σκάφος και άγημά του που περιπολεί σε θαλάσσια περιοχή: ~ του λιμεναρχείου.

[λόγ. < αρχ. περίπολος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go